- νεογέννητος
- νεογέννητοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεογέννητος — και νιογέννητος, η, ο (ΑΜ νεογέννητος, Μ και νηογέννητος, ον) αυτός που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, αρτιγέννητος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το νεογέννητο το νεογνό 2. μτφ. αυτός που έχει εμφανιστεί πρόσφατα ή αυτός που έχει προκύψει πρόσφατα… … Dictionary of Greek
νεογέννητος — η, ο αυτός που μόλις γεννήθηκε, νιογέννητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεογέννητον — νεογέννητος masc/fem acc sg νεογέννητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογεννήτοις — νεογέννητος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτίτοκος — ἀρτίτοκος, ον (Α) 1. ο νεογέννητος 2. αυτός που γεννήθηκε υγιής και αρτιμελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτί + τοκος < τόκος. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα προς τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. αρτιτόκο … Dictionary of Greek
αρτιγένεθλος — ἀρτιγένεθλος, ον (Α) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + αρχ. γενέθλη «γέννηση»] … Dictionary of Greek
αρτιγέννητος — η, ο (Μ ἀρτιγέννητος, ον) αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι * + γέννητος < γεννητός < γεννώ (πρβλ. αγέννητος, νεογέννητος)] … Dictionary of Greek
αρτιφυής — ἀρτιφυής, ές (AM) 1. αυτός που τώρα μόλις βλάστησε 2. ο νεογέννητος αρχ. (για αριθμό) ο άρτιος … Dictionary of Greek
ευθυγενής — εὐθυγενής, ές (ΑΜ) 1. ο πρωτότοκος 2. ο νεογέννητος 3. (για βλαστούς) αυτός που αναπτύσσεται κανονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + γενής < γένος (πρβλ. α γενής, ευ γεννής)] … Dictionary of Greek
ευθυγεννής — εὐθυγεννής, ές (Μ) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + γεννής < γέννα (πρβλ. α γεννής)] … Dictionary of Greek